στησίχορος

στησίχορος
Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Ιμέρα, Σικελία γύρω στα 630 π.Χ. – γύρω στα 555). Το όνομά του ήταν Τεισίας, αλλά του δόθηκε το επίθετο «Στησίχορος» (οργανωτής του χορού), γιατί εφεύρε ή συστηματοποίησε τη χρήση της στροφικής τριάδας (στροφή, αντιστροφή, επωδός) στην ποίηση και στον χορό. Έγινε ονομαστός, γιατί τραγούδησε με λυρική μορφή μυθικά θέματα, που ήδη είχε χρησιμοποιήσει το έπος. Σώζονται πληροφορίες και ελάχιστα αποσπάσματα από τα ποιήματά του Ελένη, Παλινωδία (επανάληψη των κατηγοριών εναντίον της Ελένης που περιείχε το πρώτο ποίημα), Ιλίου πέρσις, Ορέστεια, Γηρυονηίς (πάνω σε μια περιπέτεια του Ηρακλή) και άλλα, ακόμα και αφηγηματικού και λαϊκού τύπου (Kαλύκα κ.ά.). Ο Σ. έδωσε ζωή στην αφήγηση και αγάπησε τις γραφικές λεπτομέρειες, διατηρώντας πάντα μια αυστηρή δύναμη.
* * *
-ον, Α
1. αυτός που ιδρύει ή στήνει χορούς
2. ως κύριο όν. ό Στησίχορος
λυρικός χορικός ποιητής που έζησε στην Ιμέρα τής Σικελίας από το 640 ώς το 555 π.Χ.
3. η βολή τών κύβων κατά την οποία φαίνονταν οκτώ στίγματα και που ονομάστηκε έτσι από το οκτάπλευρο μνημείο τού ποιητή που βρισκόταν στην Ιμέρα
4. παροιμ. φρ. «οὐδὲ τὰ τρία Στησιχόρου γινώσκεις» — λεγόταν για ανθρώπους εντελώς αγράμματους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στησι- τού ἵστημι + χορός, συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Στησίχορος — establishing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στησίχορος — establishing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στησίχορον — στησίχορος establishing masc/fem acc sg στησίχορος establishing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Стесихор — (Στησίχορος, Stesichorus) древнегреческий поэт, представитель хорической медики, уроженец сицилийского города Гимеры (по другим локрийского Матавра); жил во второй половине VII и первой половине VI в. до Р. Хр. (умер около 1556 г. до Р. Хр.). По… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Στησιχόρου — Στησίχορος establishing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στησιχόρου — στησίχορος establishing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στησιχόρῳ — Στησίχορος establishing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στησιχόρῳ — στησίχορος establishing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στησίχορε — Στησίχορος establishing masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στησίχορε — στησίχορος establishing masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”